- ἐπιτιμέων
- ἐπιτῑμέων , ἐπιτιμάωpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)ἐπιτιμήfem gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτιμώ — (AM ἐπιτιμῶ, άω, ιων. τ. ἐπιτιμέω) [τιμώ] επιπλήττω, κατακρίνω, ελέγχω, κατηγορώ, μαλώνω («τόν επιτίμησε για την αμέλειά του») αρχ. μσν. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («τοῑς μέν ἐξάρνοις ἐπετιμήσατε», Αισχίν.) αρχ. 1. ορίζω την τιμή, εκτιμώ 2. σέβομαι,… … Dictionary of Greek